ζαντός

ζαντός
η , ό сумасшедший, помешанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ζαντός" в других словарях:

  • ζαντός — ή, ό 1. τρελός, ζουρλός 2. παροιμ. «ζαντού ψωμίν σε φρόνιμον κοιλίαν» για τους συνετούς που επωφελούνται από την αφροσύνη τών άλλων …   Dictionary of Greek

  • ζανταλώνω — [ζαντός] 1. κάνω κάποιον τρελό, τρελαίνω στο ξύλο 2. παθ. ζανταλώνομαι καταλαμβάνομαι από ζάλη, ζαλίζομαι, με πιάνει σκοτοδίνη …   Dictionary of Greek

  • Póntico — Ρωμαίικα, Ποντιακά Hablado en Grecia[1] …   Wikipedia Español


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»